24.6.13

Οδοιπορικό στην Φιγαλική Γη ~ Επικούριος Απόλλων


Ο Ήλιος είναι διαφορετικός στην γη της Αρκαδίας.
Κλείνεις τα μάτια και τον αφήνεις να σε χαϊδέψει.
Δίχως όρους.
Μοναξιά που ενώνει την Μοναδικότητα και την Ισορροπία,
το Τέλειο και το Άπειρο.
Άρρητο Κάλλος που κάνει την ψυχή να αγαλλιάζει.
Δεν γίνεται διαφορετικά.

Φιγαλική γη.
Η Αιωνιότητα χαϊδεύει το μαρμάρινο κορμί του ναού
στον οποίο με έφεραν κάποτε
τα ανυπότακτα βήματα της Νιότης μου.
Τον γνώρισα,
τον περπάτησα,
τον άγγιξα.
Θυμάμαι το άσπρο σάβανο με το οποίο και τον είχαν τυλιγμένο,
λες και το λευκό μάρμαρο έχει ανάγκη την καλύπτρα
για να κρύψει από εμάς τους θνητούς την υπερκόσμια λάμψη του.


Χρειάζεται μυστηριακή ευλάβεια 
για να περπατήσεις τον τόπο.
Σιωπή που διακόπτεται από Μνήμη πολύλογη 
που αν σταθείς τυχερός
ψιθυρίζει την Ιστορία 
και σου αποκαλύπτει τα μυστικά της.  
Σιωπή σημαίνουσα και σιωπή ομιλούσα.

Κυριακή, 15 Αυγούστου 2004. 
Η αχόρταγη ματιά παρασέρνεται στα βουνά που σαν λόγχες ξεπροβάλλουν και τρυπούν τον ουρανό. Ένας βασιλέας Ήλιος δίνει ζωή στην μέντα, το φλισκούνι, το θυμάρι και το ασπάλαθο.
Στην Πέτρα,
που μοσχοβολάει δυσπρόσιτες αναμνήσεις. 
Τα βήματά μου προσπερνούσαν βιαστικά κάμποσες σαύρες και αίφνης, θυμήθηκα εκείνο το άλλο όνομα του Απόλλωνος, εκείνο το είδος του επιθέτου που υπερβαίνει πάντα το ουσιαστικό.  
Σαυροκτόνος
Με θλίψη έριξα το βλέμμα κάτω στο έδαφος παρατηρώντας τα αεικίνητα αυτά ερπετά. 
Ίσως ο Απόλλωνας να έφυγε από εδώ,
ίσως η ικανότητα του Σαυροκτόνου να έχει χαθεί. 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί  
όταν το ζωντανό μάρμαρο δεν ενώνεται με τον Ήλιο
ούτε πλένεται με το νερό της εξαγνιστικής βροχής; 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί 
όταν καλύπτεται από ένα πελώριο, άψυχο καραβόπανο, 
ευγενική προσφορά της UNESCO; 
Πώς να μείνει και πώς να μην χαθεί 
όταν εμείς οι Έλληνες δεν μπορούμε να προστατεύσουμε τα μνημεία μας και μπορεί μόνο η UNESCO;
Αισθάνομαι λες και ο Φοίβος απαιτεί την εξαφάνισή του. 
Αίσθημα αλλόκοτα βαρύ, αίσθημα φυγής και εγκατάλειψης.
Έτσι νιώθω.
Αντικρύζοντας τις μεταλλικές αντηρίδες που γίνονταν ένα με την Αρκαδική γη συγκολλημένες μαζί της με γκρίζο μπετόν, ένα πικρό χαμόγελο εμφανίζεται στο ήδη σκιασμένο μου πρόσωπο.

Σκηνή ανίερης ένωσης.
Σκοινί ανίερης ένωσης.

Εισήλθα στον δίδυμο αδελφό του Παρθενώνος, που αποκαλείται έτσι επειδή δεν είναι καμωμένος εξ' ολοκλήρου από μάρμαρο, αφού το ευγενές αυτό υλικό έντυνε μόνο τον διάκοσμο και την στέγη. Το υπόλοιπο κτίριο ήταν από ντόπιο ανθεκτικό ασβεστόλιθο, γκρίζο σαν τον χειμωνιάτικο ουρανό. 
Η μετατροπή του σκληρού βράχου σε έργο τέχνης.
Μου έκανε εντύπωση το σκοτάδι, έντονα μελαγχολικό. Πού και πού μία αδύναμη ακτίνα κατάφερνε να πέσει πάνω σε κάποιον τυχερό κίονα και να του χαρίσει την θέρμη της, την τύχη της. 
Απόλλωνας, ο θεός του Φωτός, ο ολβιόδωρος Φοίβος που λατρεύτηκε σε αυτόν τον ναό ως Επικούριος και που σήμερα, 15 Αυγούστου του έτους 2004 και ημέρα Κυριακή, το φως έχει γίνει σκιόφως και μου κλέβει την όραση, καθιστώντας με τυφλή μπρος στο Κάλλος. 
Ουρανό αναζητούν οι κίονες. 
Ήλιο καλούν, ζητώντας προστασία.
Όχι από το χιόνι και τον Εγκέλαδο,
ούτε από την βροχή και την ζέστη.
Η φθορά γεννιέται απ' τους ανθρώπους.
Πολλά έχουν γραφτεί για τον προσανατολισμό του ναού. 
Πως περιστρέφεται,
πως αν προεκτείνεις τον άξονα προς τον ουρανό,
ο άξονας θα συναντήσει τον σημερινό πολικό αστέρα
που δεν είναι άλλος από το α της Μικρής Άρκτου. 
Προτιμώ έναν άλλον προσανατολισμό. 
Τον θεικό
Ο ναός ίσως να βλέπει προς την Μικρή Άρκτο,
ίσως να βλέπει προς το όρος Κωτύλιον,
μα πιστεύω πως βλέπει προς τον Απόλλωνα,
τον Εκφραστή της ακτινοβολούσας φύσεως του φωτός. 

Γιατί το καραβόπανο, 
στημένο πάνω από αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας, 
αφήνει ανείπωτη την Ομφή του θεού; 
Ποιος θέλει τις Ομφές ανείπωτες;
Τα δάχτυλά μου αγγίζουν απαλά το μάρμαρο.
Προσπαθώ να ανιχνεύσω το παρελθόν
αφήνοντας πίσω μου το σκότος.
Τα καταφέρνω.
Ναός του Απόλλωνος. 
Ναός του Επικούριου Απόλλωνος. 
Δημιουργήθηκε το 421 π.Χ. στις Βάσσες της Φιγαλίας από τον αρχιτέκτονα Ικτίνο τον Αθηναίο.
Διακοσμητής της ζωφόρου που αναπαριστά την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία ο Λήμνιος Αλκαμένης. 
Λεηλατήθηκε το 1812 όπου και αρπάχθηκαν 23 πλάκες της ζωφόρου που σήμερα βρίσκονται στο Βρετανικό μουσείο, στο Λούβρο και στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. 
Έννοιες αντίθετες. Σκοτάδι και Φως. Αρπαγή και Ελευθερία. 
Τί δουλειά έχει το άσπρο Μάρμαρο σε αίθουσες γκριζοσυννεφιασμένες;

Το βλέμμα μου το αγκαλιάζει. 
Χαμογελώ ξανά
με άλλη όμως διάθεση. 
Ζεστό βλέμμα και ψυχρή πέτρα γίνονται Ένα.
Κλείνω τα μάτια
και τότε καταλαβαίνω.
Ό,τι βλέπω δεν υπάρχει
κι ότι δεν βλέπω έχει αδιάκοπη ζωή
.
Μία είναι η λέξη πια.
 
Μέθεξη.  
Πλέρια μέθεξη 
που νεκρώνει τον χρόνο 
και τον αφήνει να περάσει απαρατήρητος. 

Ένας Χρόνος που καταβροχθίζει τα πάντα, 
μα όχι εκείνον. 
Όχι τον Ναό.  Ποτέ τον Ναό.
Θρεμμένος από άγριο Βοριά, 
αντάμωνε συχνά το χιόνι και την καταιγίδα, 
μέχρι την μέρα που σκεπάστηκε. 
Λούφαξε το Φως και αποκοιμήθηκε
και έμεινα μονάχη. 
Σιωπηλή Φύλακας που αναμένει τον Νόστο.




Βάσσες


Αυτό το ορυκτό, αλλού όρθιο κι αλλού πεσμένο
σε ποια τάξη ανήκει;
Σε ποια αταξία;
Σε καμία γλώσσα δεν υπάρχει όνομα που να το ορίζει.
Δεν έχει ούτε ιστορία. 
Δεν είναι πουθενά. 
Είναι άχρονο.
Ακόμα και τώρα, εδώ, κάτω από τον μενεξεδένιο ουρανό
που προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι μεσογειακός
Όμως, μάταια ψάχνω. 
Απομακρύνομαι. 
Πλησιάζω.
Αλλάζοντας προοπτική 
ξεσκεπάζω το πρόσωπο του χαμένου θεού
που κάποτε στο όνομά του κτίστηκε αυτό το κοιμητήριο.
Ας μην μιλάμε για ερείπια.
Ας μην κατηγορούμε τον χρόνο που πέρασε από πάνω τους.
Τα πετρωμένα δέντρα μιμήθηκαν την κλασική μορφή ενός ναού.
Οι δημιουργοί του τού έδωσαν αυτή την μορφή
για να έχουν ήσυχη την συνείδησή τους.
Γιατί κατά βάθος ήταν πεπεισμένοι
πως αν τα στοιχίσουν σε μία ευθεία γραμμή
αυτά τα κομμάτια της άμορφης ύλης,
σαν ξυλωμένα με το ζόρι,
σιγά σιγά θα ξαναβρούν την αρχική τους θέση
όπως οι ναυτικοί βρίσκουν ένα πλοίο φάντασμα
στο βασίλειο των ορυκτών, 
την αρχική τους προέλευση. 
Όλα θα ξαναγυρίσουν στην λάσπη, στην στάχτη.
Τίποτα δεν μπορεί να αψηφήσει τον χρόνο.
Και ποιος θα τολμούσε άλλωστε;
Ο ανελέητος και αλαζόνας θεός,
που την εύνοιά του θα ζητήσουμε
μέσα σε αυτή την κοιλάδα με τα μαραμένα δέντρα
στοιχίζοντας μεθοδικά τους απολιθωμένους κορμούς,
δεν έχει ανάγκη κατοικίας.
Τίποτα δεν έχει ανάγκη, 
ούτε προσευχές και λατρείες
Ίσως, μόνο, κάποιες εκατόμβες.
Αλλά είναι αμφίβολο αν θα φτάσουν ως εκείνον
οι θρήνοι και οι οδυρμοί όσων θυσιάζονται εκουσίως
σαν φτάνει η μυρωδιά απ' το αχνιστό τους αίμα στον βωμό
και οι βαριές αναθυμιάσεις που αναδύονται τριγύρω.
Είναι ο γέροντας θεός Χρόνος με την τεράστια γενειάδα του.
Ο θεός του χρόνου όταν ακόμα δεν υπήρχε χρόνος
ούτε και άνθρωποι.
Για χάρη του στήθηκε το χάος, 
η καταστροφή
αυτός ο άχρηστος σωρός.
Είναι καλά θρονιασμένος εκεί μέσα.
Πασαλειμμένος λάσπη, αναμαλλιασμένος
αποκοιμήθηκε την μέρα της δημιουργίας σε ύπνο δίχως όνειρα.
Μέσα στον αφρό του ''τίποτα'' του ''όχι ακόμα''
του ''για πάντα'' που είναι ο πηλός του.
Αποκοιμήθηκε. Μην τον ξυπνάτε.
Θα κοιμάται ως το τέλος του χρόνου.
Είναι δικη του αυτή η πέτρινη έρημος
κι όταν στον ύπνο του την βλέπει
γρυλίζει ικανοποιημένος.
Γιατί τίποτα σε αυτό το νεκτροταφείο ορυκτών
δεν του θυμίζει την πιθανότητα κάποιου συμβάντος ανθρώπινης ζωής.
Είμαστε ακόμα στην πρώτη ημέρα πριν αρχίσει οτιδήποτε.
Στον κήπο αυτό της φρίκης που τον βάπτισα ναό
άπαξ και διαπαντός
γιατί εγώ είμαι ο Λόγος.
Ακόμα κι αν σβηστεί απ' την πέτρα κάθε σημάδι από ανθρώπου χέρι.

Βάσσες - Bassae 1964 (with Greek subtitles)

Jean-Daniel Pollet





20.6.13

Στους Λόφους με τις Αναμμένες Φωτιές

Η 21η του Ιουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα του έτους που είναι γνωστή και σαν Θερινό Ηλιοστάσιο, σηματοδοτεί την αρχή του Καλοκαιριού, με τον Ήλιο να βρίσκεται στο αποκορύφωμά του, αγγίζοντας το Ζενίθ της δύναμής του.
Οι παραδόσεις που αφορούν την ημέρα της Ευλογίας του Ήλιου προέρχονται από το μακρινό παρελθόν, αφού ο Θρίαμβος του Φωτός εορταζόταν από τα πανάρχαια χρόνια μιας και το ταξίδι του Ήλιου στον Ουρανό καταγραφόταν συνεχώς κι αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τους περίφημους πέτρινους κύκλους {stone circles} με τους οποίους και είναι σπαρμένη η Γη. 
Σύμφωνα με αυτές τις παραδόσεις το Καλοκαίρι ξεκινούσε την 1η Μαΐου {Beltaine} και τελείωνε την 1η Αυγούστου {Lughnassadh}. Το Μεσοκαλόκαιρο ήταν η 21η Ιουνίου που εορταζόταν για πολλές ημέρες, συνήθως από την 20η του Ιουνίου μέχρι και την 23η ή και την 25η κάποιες χρονιές, με χορό και τραγούδι, με εξιστορήσεις θρύλων και μύθων, με προσφορές καλοκαιρινών φρούτων και με το άναμμα της φωτιάς {bonnefyre} από ξύλο έλατου και βελανιδιάς, δένδρα που έδιωχναν τις αρνητικές επιρροές. 













Όλοι μα όλοι 
ανέβαιναν στους  Λόφους με τις Αναμμένες Φωτιές για να προσφέρουν τον σεβασμό τους στον χώρο ανάμεσα στην Γη και τον Ουρανό. Πιασμένα χέρι-χέρι τα ζευγάρια πηδούσαν πάνω από τις θεριεμένες φλόγες τουλάχιστον τρεις φορές για να αποκτήσουν ευημερία και υγεία, ασφάλεια, ευδαιμονία και πολλά παιδιά, ενώ παράλληλα φορούσαν ένα στέμμα από κίτρινα λουλούδια με θεραπευτικές ιδιότητες, όπως από καλέντουλες, μάραθο μα και από το κίτρινο Βοτάνι του Αγίου Ιωάννη που δεν είναι άλλο από το γνωστό Υπερικό το οποίο λέγεται και Βαλσαμόχορτο. 


Στα παλαιότερα χρόνια άναβαν μία πελώρια Ρόδα, ο Τέλειος Κύκλος, την οποία και κατά το τέλος του εορτασμού, την έριχναν στο νερό. Αργότερα, για να τιμήσουν την νίκη του Ήλιου πάνω στο σκοτάδι πήγαιναν την φωτιά στα σπίτια τους με δάδες από σημύδα
Σύμφωνα με το Δενδροαλφάβητο ή Ogham, η σημύδα σηματοδοτούσε την αρχή του έτους και συμβόλιζε την δημιουργία, την καταγωγή, την αρχή  ~Inception~ ενώ την χρησιμοποιούσαν και για την καθαριότητα μιας και πίστευαν ότι φωτίζει με το φως του άλλου κόσμου δείχνοντας το σωστό Μονοπάτι, εξ ου και η ονομασία που της έδιναν:  
finnbheann na coille, η Φωτεινή Κυρά των Δασών.


Τολμάς να περάσεις από την Φωτιά και να καείς ;

Αν ναι ... 
Ετοιμάσου για την Συγκομιδή που έρχεται ... 
πάντα πλούσια είναι σε γενναιόδωρες Υπάρξεις ...


Ο Ήλιος μου δύει για να ανατείλει ξανά
{R. Browning}



 © 2013 Κωνσταντίνα Λαψάτη ~ Realm Of The Celts & Εξιστορήσεις




16.6.13

Καβοντορίτικο Φεγγάρι


Ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ μὲ τὸν ἡέλιον μόνον.
Πίσω ἀπὸ φυλλώματα πυκνὰ μὲ πράσινον…
μὲ κρύσταλλον σχηματισμένα,
νὰ χάνομαι ἀπ’ τὰ μάτια του.

Τὴν εὐλογίαν του νὰ ὁρῶ πὼς καθρεπτίζεται,
εἰς τὶς δροσιὲς ποὺ ὅλον τρέχουν,
πότες σὲ πανώρια δένδρια κουσέλια νὰ μολογήσουν,
πότες σ’ ἀνθιὰ χιλιόχρωμα,
ῥιζωμένα σὲ καλλιμάρμαρα ξεχασμένα.

Γυμνὰ νὰ ζοῦν τὰ πόδια μου εἰς τὴν γῆς
κι ὅλες οἱ μυρωδιές της,
ἀνάσα κι ἔρωτάς μου…
νὰ ᾿ναι ἡ ἰσκιάδα θηλυκόν,
ποὺ ὕστερις σούρουπον παντοῦ ν’ ἁπλώνῃ…

Τότες ἐγὼ ἤθελα νὰ ζῶ εἰς τὸ ἰδικόν σου φῶς,
ἔρωτα τοῦ ἡελίου.
Ὦ, καβοντορίτικον φεγγάρι ζηλευτόν,
μέσα σὲ εἶδα ἀπ’ ἀφροὺς νὰ ξεπροβάλῃς
καὶ νὰ ᾿σαι εὐλογημένον ἀπ’ ἁγνὴν γραφήν,
ὦ, σελήνη καβοντόρικη,
ποὺ ᾿χεις τὸν ἥλιον ἐραστήν.


{πατώντας τον σύνδεσμο, 
μεταφέρεστε στο προσωπικό ιστολόγιο 
του Δεσποτάκη της Δαμητρός
και στο ποίημα
«Καβοντορίτικον Φεγγάρι»}

Cavo D' Oro
Photo by Lily Cash

ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ ή ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΚΑΦΗΡΕΑΣ
Σαν Καφηρέας αναφέρεται στην Χάρτα της Ελλάδος του Ρήγα Φεραίου, ενώ Cavo D' Oro ήταν η ονομασία που του έδωσαν Ιταλοί ναυτικοί κατά τον 14ο και 15ο αιώνα.


ΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ ΤΩΝ ΝΑΥΑΓΙΩΝ
Ο Αίαντας, ο βασιλέας της Κολχίδος, ναυάγησε στην περιοχή του Καφηρέως κατά την επιστροφή του από την Τροία, ενώ βυθίστηκαν όλα τα πλοία του.
Σύμφωνα με την Επιτομή του Απολλόδωρου [vi.7] στον Καφηρέα ναυάγησε επίσης ο στόλος των Ελλήνων επειδή ο βασιλιάς του Ναυπλίου, θέλοντας να εκδικηθεί τον θάνατο του γυιού του Παλαμήδη, άναψε φωτιές στα γύρω βράχια, ώστε οι Έλληνες να υποθέσουν ότι πλησιάζουν στην ακτή.
Κατά την ναυμαχία του Αρτεμισίου, τα πλοία των Περσών που επιθυμούσαν να περικυκλώσουν εκείνα των Ελλήνων, ναυάγησαν και βυθίστηκαν εξαιτίας καταιγίδας που ξέσπασε στην περιοχή [Ηρόδοτος Ιστορίαι - Ουρανία].
Ένα ακόμη διάσημο ναυάγιο ήταν εκείνο του Δίωνος του Χρυσόστομου [vii7] & [ΑΡΧΕΙΟ ΕΥΒΟΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΤΟΜΟΣ Θ] που το 100 μ.Χ. ναυάγησε στα Κοίλα.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ
 ΠΕΡΙΞ ΤΟΥ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ
Σημαντικότεροι οικισμοί ήταν η Αρχάμπολη, πόλη-μεταλλείο που ήκμασε τον 8ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε κατά την Ρωμαϊκή Εποχή και η Γεραιστός, ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της περιοχής, που προσέφερε καταφύγιο στα πλοία που διέπλεαν τον Καφηρέα εν μέσω δυνατών ανέμων, ενώ παράλληλα ήταν γνωστή και για το ιερό του Γεραιστίου Ποσειδώνος στον οποίο και θυσίαζαν οι ναυτικοί για να έχουν ασφαλές ταξίδι στην, συνήθως τρικυμιώδη, θάλασσα του Καφηρέως. 

 ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΕΝΕΤΟΙ, ΦΡΑΓΚΟΙ, 
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
Στα Βυζαντινά χρόνια και κατά τον 13ο αιώνα αποτελεί την έδρα του Καρυστινού ιππότη Λικάριου που με την βοήθεια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, κατάφερε να επιβιβάσει φρουρά για την προστασία της περιοχής.
Μετά την 4η Σταυροφορία οι Ενετοί δημιούργησαν μία ζώνη ασφαλείας στην Νότια Εύβοια, ενώ άρχισαν να κτίζονται νέα χωριά, όπως ο Πλατανιστός [στην θέση Ελληνικό σώζεται το πανάρχαιο φρούριο των Ανεμοπυλών που έγινε ορμητήριο του Λικάριου], το Κόμητο και το Καψούρι, το οποίο όμως δεινοπάθησε από τις επιδρομές των Ενετών μα και των Τούρκων κι έτσι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να φύγουν και να εγκαταστήσουν το χωριό στην θέση που βρίσκεται και σήμερα.
Η Κωνσταντινούπολη έπεσε την 29η Μαΐου 1453 και οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν την Εύβοια το 1470. Από εκεί και ύστερα, αρχίζουν να κτίζονται άλλα χωριά, όπως η Πρινιά [από Έλληνες της Μικράς Ασίας που κατέφυγαν τον 15ο αιώνα στον Κάβο Ντόρο] και το Δράμεσι [Ευαγγελισμός] κοντά στο οποίο έγινε η ναυμαχία της Άνδρου μεταξύ του Ελληνορωσσικού στόλου του Λάμπρου Κατσώνη και του τουρκικού το 1790.
Η περίφημη ναυμαχία του Καφηρέως έγινε στις 20 Μαΐου του 1825 όπου οι ναύαρχοι του Ελληνικού στόλου, Γεώργιος Ανδρούτσος, Γεώργιος Σαχτούρης και Απόστολος Νικολής έτρεψαν σε φυγή τον τουρκικό στόλο στην περιοχή της Γεραιστού [σημερινό Καστρί].
Οι Τούρκοι αποχώρησαν σταδιακά από την Εύβοια το 1832, ενώ η πόλη της Καρύστου παραδόθηκε στους κατοίκους την 9η του μηνός Απριλίου του 1833 [στην αποτυχημένη πολιορκία της Καρύστου τον Μάρτιο του 1826 με τον Γάλλο συνταγματάρχη Φαβιέρο πολέμησε και ο πρόγονός μου Λαψάτης Νικόλαος. Δεν γνωρίζω έαν έπεσε στην μάχη].
Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου οι Γερμανοί δεν πάτησαν ποτέ την κατακτητική μπότα τους στον Κάβο Ντόρο.

ΠΗΓΕΣ




SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author