20.3.17

Σκοτεινό Κάλεσμα ~ Έμπονυ Βάργκας ΙΙ





Μετά από χρόνια αναμονής,
το δεύτερο και τελευταίο βιβλίο της σειράς Έμπονυ Βάργκας
είναι εδώ.

Θαρρώ πως δεν χρειάζεται να γράψω περισσότερα
για αυτήν την ηρωίδα που αγαπήσαμε και μισήσαμε. Επίσης, θα ήταν ψέμα να πω ότι στενοχωρήθηκα που η ιστορία της Έμπονυ έλαβε τέλος. Αντίθετα, αυτό το τέλος σηματοδοτεί την αρχή για πιο όμορφα ταξίδια. Ωριμότερη καθώς είμαι με την πάροδο αυτών των πέντε ετών, οι προσανατολισμοί μου έχουν αλλάξει και ο καπετάνιος μέσα μου αναζητά καινούργιες στεριές, περισσότερο συναρπαστικές.

Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα ενός κεφαλαίου 
που παραμένει από τα αγαπημένα μου.
Ίσως επειδή ο κύκλος έκλεισε και η Έμπονυ
συνάντησε τελικά το πεπρωμένο της.

Απολαύστε το ... 


Βυθισμένοι μέσα σε ένα ατελές σύμπαν, ξέραμε πως ήταν εξοργιστικά τέλειο αυτό που ζούσαμε και θα φτάναμε στο τέλος μαζί, πάντα μαζί. 
Μακάριες ωδές αντήχησαν μέσα στο σκοτεινό σπήλαιο, λες και είχε ξεσηκωθεί ολόκληρο το σύμπαν μπροστά σε αυτήν την ερωτική χθόνια θεουργία, λες και ο ίδιος ο τραγοπόδαρος Πάνας, κρυμμένος κάπου σε ένα ξεχασμένο μα αληθινό και καλά κρυμμένο από τα μάτια των θνητών κόσμο, έπαιζε την μουσική του απαιτώντας από τα ενωμένα μας κορμιά να χορέψουν κάτω από τον τραχύ ήχο της μελωδίας της ξύλινης φλογέρας του, προσφέροντάς μας τον ύστατο φόρο τιμής.
Παιάνες και υμέναιοι, διθύραμβοι και προσόδια, εγκώμια και ελεγείες, επικές μελοποιήσεις βγαλμένες από τον άγριο ενθουσιασμό του δαιμονικού αυλού που παρέσερνε παθιασμένα τις αισθήσεις μας και τις εναπόθετε έπειτα απαλά πάνω στις μαλακές χορδές της αριστοκρατικής λύρας, όπου ο διαυγής, ατάραχος ήχος της διακριτικής της ευγένειας ενωνόταν και πάλι με τον οξύ ήχο του διαπεραστικού αυλού, ξανά και ξανά και ξανά, μεταμορφώνοντας τώρα πια το ίδιο μου το κορμί σε κρυστάλλινη λύρα και το δικό του σε οργιαστικό αυλό, όπου ανυπόταχτα ενωμένα και τα δύο, μετέτρεπαν τις υπάρξεις μας σε αληθινούς, μυστηριακούς βακχευτές, χρηστηριαζόμενοι του κάλλους που μόνο ένας εκστατικά λυρικός έρωτας ήταν ικανός να αναδείξει.
Στα αυτιά μου παιάνιζε ακόμα ο Πάνας, μα ο ήχος μού φάνηκε σαν θρήνος για το αναπόφευκτο τέλος που είχε σημαδέψει την ένωσή μας.
Σαν να διάβασε την σκέψη μου και με φίλησε, ενώ το βλέμμα του υποσχόταν πολλά.
«Μόλις άρχισε, δεν μπορεί να είναι αυτό το τέλος» είπε βραχνά. Με φίλησε και πάλι σχεδόν με απόγνωση, δίνοντας άλλη μία μάχη, εξουθενωτική και επικίνδυνα διεισδυτική, με μοναδικό σκοπό να με κάνει να ξεχάσω τον φόβο που μύριζε πάνω μου και τον πανικό που γευόταν στο φιλί μου.
Με λάτρεψε χθόνια, έτσι ακριβώς όπως μου είχε πει ότι θα κάνει, αφού άνοιξε το κορμί μου τόσες φορές που πλέον είχα χάσει το μέτρημα, σαν να ήθελε απελπισμένα να επιστρέψει πίσω στην μήτρα εκείνη που τον είχε γεννήσει, να κρυφτεί μέσα στο ζωτικό ύδωρ της και να μείνει αιώνια εκεί, προστατευμένος μέσα σε μία γόνιμη, κυρίαρχη γη που ήταν ικανή να γεννήσει μόνο τα άριστα των αρίστων.
Έδιωξε κάθε αμφιβολία μου, κατακρήμνισε όλους τους ενδοιασμούς μου, με έκανε πράγματι να τον παρακαλάω, να τον ικετεύω, να τον εκλιπαρώ να σταματήσει μια και οι αντοχές μου είχαν αγγίξει πλέον τον κύκλο του αέναου μηδενός.
Δεν μου έκανε το χατίρι, παρά συνέχισε να με εξουθενώνει, να με διαλύει, να με ισοπεδώνει, να με καρφώνει με το σώμα του πάνω στο δροσερό έδαφος της σπηλιάς, έτοιμος να χύσει το αίμα μου, έτοιμος να με θυσιάσει στο ιερό τέμενος του χθόνιου Ποσειδώνα, την δύναμη του οποίου με κάποιο αλλοπρόσαλλο τρόπο φαινόταν να έχει οικειοποιηθεί, αφού ένιωθα την γη να σείεται και να ταρακουνιέται από κάτω μου, τον συριστικό άνεμο να περνάει από την είσοδο και να ανασηκώνει την σκόνη εκατοντάδων αιώνων, θολώνοντας την όρασή μου, αλλοιώνοντας την γεύση μου και αγκαλιάζοντας το σώμα μου με τα μικροσκοπικά μόριά της.
Το ιερό άδυτο του θεού έτρεμε σαν και το κορμί μου, μα μήπως τελικά αυτό δεν ήταν το κορμί μου; Το δικό του ιερό αχερόντειο άδυτο που θα παρέμενε εσαεί δικό του και ο ίδιος ήταν και θα παρέμενε εσαεί ο μοναδικός ιεροφάντης που θα ιερουργούσε πάνω μου στην αιωνιότητα. Τα βράχια έγιναν βουβοί μάρτυρες, η θάλασσα κατεύνασε τα κύματά της, υποκλινόμενη στον νόμο εκείνο που επέβαλλε σιωπηλό σεβασμό, ο ίδιος ο Ταινάριος Ποσειδώνας διέταξε τη φύση να σιγήσει. 




13.2.17

Ποιός άνδρας κατέχει τον τρόπο να αποφύγει το πεπρωμένο του ;






Την ώρα που κολυμπώ,

κύμα να γίνεις μάτια μου να αγγίξεις τον έρωτά μου για εσένα.

Την ώρα που πετώ, κάνε με Θε μου άνεμο, 

να χαϊδέψω τα μαλλιά της.


Κόκκινα να δω τα κοριτσίστικα τα μάγουλα, ντροπής χρώμα, 

υπάρχει χρώμα πιο ποθητό από αυτό ;


Όλη η ζωή, λέει ο Ποιητής, δοσμένη και παρμένη, είναι μια.

Ήτανε μια λοιπόν, ήτανε μια φορά τότε,

ήτανε μια φορά που η μουσική έφερε πίσω στην ζωή ένα κάστρο.

Και όλα γίναν έτσι όπως ήτανε μια φορά γραφτό να γίνουν ...

Ποιός άνδρας,
άραγε,

κατέχει τον τρόπο να αποφύγει το πεπρωμένο του ;


Για του Καζαντζάκη τα μισογκρεμισμένα μουράγια και τους πύργους και τις πολεμίστρες, 

για εκείνη την ψυχή που τινάζεται,

για το στερνό το καταφύγιο της συνείδησης, της αξιοπρέπειας και της αντρείας.

Για το ξύπνημα θυμήσεων εποχών μακρινών και ματωμένων,

ξεθωριασμένων μα και τόσο επίμονων.

Μιλούν οι πέτρες των κάστρων ;

Ποιος μπορεί ''όχι'' να πει ... ;

Μα από την άλλη ... ποιος μπορεί το ''ναι'' να αισθανθεί ;

Για το Γλυκομιλητό της Πέτρας, γιατί πράγματι, 

κάποτε,


Ήτανε μια φορά, μάτια μου ...





7.2.17

Η Γάτα και η Θάλασσα





Η γάτα είναι σαν την θάλασσα.

Το Παν, γεμάτο ύδωρ, που απ' το πολύ αλάτι δεν μπορείς να το γευτείς,

να ξεδιψάσεις. Και μένεις ανικανοποίητος, με έναν κνησμό ψυχικό.

Ίσως για αυτό η γάτα, στο πέρασμα των χιλιετιών,

δεν θέλησε να αποκαλύψει τα μυστικά της.

Αρέσκεται στο να εξασκεί πάνω μας τα νύχια της. Καλό μας κάνει θαρρώ,

κάθε γρατζουνιά και σκίσιμο του περιτυλίγματος που μας κρύβει.

Σαν την θάλασσα κι εκείνη, καταδυόμενη και αναδυόμενη,

φευγάτη και ερχόμενη,

δίνοντας σταγόνα σταγόνα το ''εύχυμον'' Είναι της.

Όποτε και Αν η γάτα το θελήσει.

Σαν την θάλασσα.


Η Γάτα και η Θάλασσα,

την τελευταία Πέμπτη του 2014, σε χώματα αγνά και γόνιμα ... Ηραία.


2.2.17

Ποιος έρωτας, άραγε, δεν είναι ενόπλιος ;





Ο πόλεμος και ο έρωτας μοιράζονται την φωτιά.

Κι όταν η πολεμική φύση της άοπλης Αφροδίτης

ενώνεται

με την ερωτική φύση του πάνοπλου Άρη

γεννιέται ο Έρωτας.

Ποιος έρωτας, άραγε, δεν είναι ενόπλιος ; 









29.1.17

The Monarch of the glen





Ισχυρό και ακλόνητο

το ελάφι

δεν κουβαλά μέσα του την αλλαγή του χρόνου.

Ο θεός των Κελτών όρισε το θεμέλιο της ευγενούς αγριότητάς του

ντύνοντάς την με ομορφιά γλυκιά και σπάνια. 


Το άγγιγμα των δακτύλων του θεού φάνηκε μειλίχια δίκαιο

όπως το ίδιο μειλίχια σηκώνεται το αρχοντικό κεφάλι

για να δείξει την ευημερία και την δύναμη

και την φύση. Για να τιμήσει τον συννεφιασμένο ουρανό

που θα φέρει νερό. Για να υμνήσει το χορτάρι

που θα φέρει τροφή.
 


Στο γκλεν
το ελάφι δείχνει την αγνή δόξα του,

ακόμα κι αν το γκλεν χαθεί
το ελάφι θα ζει εκεί αιώνια.


Επειδή
υπάρχει αυτός ο πίνακας για να μας υπενθυμίζει
{όποτε ξεχνάμε}

και να μας αποκαλύπτει
{όποτε ονειρευόμαστε}

τον Μονάρχη του Γκλεν. 







Orbicularis Oris





«Κοιμήθηκε με το χέρι του στο όρος της Αφροδίτης μου. Ίσως ήθελε να γεννήσω τα όνειρά του.
Ξύπνησε με το χέρι του στο στήθος μου. Ίσως ήθελε να ταΐσω τους στόχους του.
Ανάμεσα στον ύπνο και την αφύπνιση, στάθηκε το φιλί.
Γιατί πριν την αφή, υπήρχε η όσφρηση. Και,
χάρη στην ανθρώπινη εξελικτική πορεία, μετά το άρωμα,
ήρθε το άγγιγμα. Ίσως για αυτό κοιμήθηκε με το χέρι του στο όρος της Αφροδίτης μου».




Αρχή σοφίας η του Γατούλη επίσκεψις






Η αρχή και το τέλος είναι το κουσούρι της λογικής και των αισθήσεων.

Γεννιόμαστε, πεθαίνουμε.

Βυθισμένοι στην πλάνη

πιστεύουμε ότι με την γέννα ξεκινά η ζωή

και με τον θάνατο τερματίζει η ζωή. 

Και με αυτή τη λογική

και με αυτή την αίσθηση

ψάχνουμε για γέννα και για θάνατο του σύμπαντος.

Του σύμπαντος ; 
Του Παντός.



Ο ηλίθιος, ο πλάνητας άνθρωπος

λογιάζεται σοφός και νομοθέτης και θεός

με μοναδικό εφόδιο αυτό που κουβαλά σαν κότα λυράτη

στο τρύπιο δισάκι του, το τίποτα.



Μα

η τροχιά σοφίας του Πλάνητα εκεί πάνω

δεν έχει καμμία σχέση 

με το κυκλοσούρσιμο του πλάνητα εδώ κάτω. 






                                                              




SEARCH FORM

Constance Lapsati - Author